Η τοξικότητα είναι μια αόρατη δύναμη που, παρόλο που δεν την αντιλαμβανόμαστε πάντα με την πρώτη ματιά, διαβρώνει αργά και μεθοδικά τα θεμέλια της καθημερινότητας, των σχέσεων, και των προσωπικών μας πεποιθήσεων. Δεν είναι απλώς οι τοξικοί άνθρωποι ή οι τοξικές καταστάσεις, είναι ο τρόπος που ερμηνεύουμε τις καταστάσεις και τα συναισθήματά μας, τα παραμορφωμένα καθρεφτίσματα που τις αντικατοπτρίζουν. Η τοξικότητα δεν έχει πάντα μορφή ανοιχτής επιθετικότητας, αλλά κυρίως σταδιακής, σχεδόν αόρατης, διάβρωσης που παραμορφώνει τη σκέψη, την αντίληψη και το συναίσθημα. Μοιάζει με μολυσμένο αέρα, που αναπνέουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε, αλλά μόλις συμβεί το αδιανόητο, τότε όλα καταρρέουν με τον πιο ηχηρό τρόπο.
Όταν μιλάμε για τοξικότητα, αναφερόμαστε στις παγίδες του μυαλού μας, στις ψευδαισθήσεις των εξωτερικών επιρροών που αγγίζουν το εσωτερικό μας. Είναι εκεί, στα μικρά λόγια και τις πράξεις που οδηγούν στο ξέπλυμα της αθωότητας, στην απαξίωση του αυθεντικού εαυτού. Η τοξικότητα, συνεπώς, είναι πιο επικίνδυνη από έναν έξυπνα δηλητηριασμένο λόγο ή μια συγκρουσιακή ένταση. Είναι το αργό και σχεδόν αφανές θρόισμα του μυαλού όταν ένας άνθρωπος αρχίζει να «ευκολύνει» τις αποστάσεις ανάμεσα στον πραγματικό εαυτό και τη φωνή του κόσμου. Είναι η άνευ συνείδησης πίεση για να είσαι κάτι άλλο, για να σιωπήσεις όταν θέλεις να μιλήσεις ή για να διαστρεβλώσεις τα όρια σου με το πρόσχημα της υπευθυνότητας.
Η τοξικότητα είναι αυτή η αναγκαστική απόφαση να αναρωτηθείς αν αξίζεις την ηρεμία, αν πρέπει να υποταχθείς στην πίεση που σου ασκεί το περιβάλλον γύρω σου. Την ίδια στιγμή, παραμένει θεμελιώδης η αναγνώριση της συναισθηματικής αυτονομίας – γιατί το πιο τοξικό πράγμα που μπορούμε να κάνουμε είναι να επιτρέψουμε την αλλοίωση των συναισθημάτων μας από εξωτερικούς παράγοντες, χωρίς να αναγνωρίζουμε την εσωτερική μας αξία.
Η αναγνώριση της τοξικότητας σε κάτι μεγαλύτερο από την επιφάνεια σημαίνει ότι κατανοούμε τη διαφορά ανάμεσα στην αληθινή επικοινωνία και στην ψευδή εξωτερική παράσταση. Η συνείδηση της τοξικότητας δεν αφορά τον απολογισμό της δυσφορίας μας προς τον εξωτερικό κόσμο, αλλά το βάρος του να ξέρουμε πότε κάτι μας πονά χωρίς να μπορούμε να το δείξουμε. Είναι σαν το παράσιτο που εξομοιώνεται με την κανονικότητα, σαν τα λόγια που βαραίνουν με την αίσθηση του φαινομενικά σωστού – μέχρι που μαθαίνουμε να τα αναγνωρίζουμε για το ψέμα τους.
Η θεραπεία από την τοξικότητα ξεκινάει εκεί όπου η κατανόηση της συναισθηματικής μας αξίας βρίσκει το πραγματικό της νόημα: όταν η παρουσία μας αναγνωρίζεται χωρίς επίπλαστες προσδοκίες ή συμπεριφορές που ακυρώνουν τη φυσική μας ροή.
Ολόγιομος Παρατηρητής.