Στο σκοτάδι της κινηματογραφικής αίθουσας, οι ιστορίες δεν ξεδιπλώνονται απλώς. Αναμετρώνται με το παρελθόν, αποκαλύπτουν όσα έχουν κρυφτεί, χαρτογραφούν το αδιόρατο βάρος που κουβαλάει κάθε άνθρωπος μέσα του. Στο φετινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, δύο ταινίες -το “A Journey by Carmen Chaplin” στο διαγωνιστικό τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες» και το “Another Light on the Road” στις «Ειδικές Προβολές»- δεν είναι απλώς αφηγήσεις για δύο θρυλικές προσωπικότητες αλλά σαφέστατα πράξεις διεκδίκησης. Μία γυναίκα προσπαθεί να επανασυνδεθεί με μια κληρονομιά που είχε αποσιωπηθεί, και μια άλλη δημιουργεί ένα καταφύγιο μνήμης, λίγο πριν το τέλος της ζωής της.
Αν και οι δύο ιστορίες ξεκινούν από πολύ διαφορετικά σημεία, τελικά διασταυρώνονται σε έναν κοινό τόπο: την ανάγκη να ανήκουμε. Όχι μόνο μέσα από το αίμα και τη βιολογία, αλλά μέσα από τις αφηγήσεις που επιλέγουμε να κρατήσουμε, να αμφισβητήσουμε, να ξαναγράψουμε.
Το σιωπηλό παρελθόν του Τσάπλιν: Όταν η ιστορία δεν λέγεται
Η Κάρμεν Τσάπλιν δεν αρκείται στη δημόσια εικόνα του παππού της. Δεν θέλει απλώς να τον γιορτάσει. Θέλει να τον κατανοήσει. Και για να το κάνει, πρέπει να αντιμετωπίσει κάτι που ο ίδιος δεν μοιράστηκε ποτέ: την τσιγγάνικη καταγωγή του. Ο Τσάρλι Τσάπλιν έφτιαξε τον εμβληματικό χαρακτήρα του Αλήτη αντλώντας έμπνευση από τα περιθώρια της κοινωνίας, όμως η δική του σχέση με αυτά τα περιθώρια παρέμεινε αμφίσημη. Ήταν μια καταγωγή που έπρεπε να μείνει στο σκοτάδι; Μια ταυτότητα που ο ίδιος δεν αποδέχτηκε ποτέ; Ή μια αλήθεια που η εποχή του δεν θα συγχωρούσε;

Η Κάρμεν δεν αναζητά εύκολες απαντήσεις. Μέσα από οικογενειακά αρχεία και συνομιλίες με Ρομά καλλιτέχνες, προσπαθεί να διακρίνει τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην επιλογή και τον καταναγκασμό, την απόκρυψη και την προστασία. Το ντοκιμαντέρ της δεν είναι απλώς ένα πορτρέτο του Τσάπλιν. Είναι μια απόπειρα να γεμίσει τα κενά που αφήνει η ιστορία, να αποκαταστήσει ένα κομμάτι του εαυτού της που έμεινε στη σκιά.
Και εδώ βρίσκεται το πιο βαθύ ερώτημα της ταινίας: πόσα κομμάτια της δικής μας ταυτότητας έχουν σβηστεί προτού καν προλάβουμε να τα διεκδικήσουμε;

Μια κουζίνα γεμάτη μνήμη: Η Τζουν Λιφ και η τέχνη της διατήρησης
Αν το ταξίδι της Κάρμεν είναι μια ανασκαφή, το “Another Light on the Road” είναι μια πράξη διατήρησης. Η Τζουν Λιφ, στα 92 της χρόνια, δεν ψάχνει χαμένες αλήθειες, αλλά δημιουργεί έναν χώρο όπου η μνήμη μπορεί να αναπνέει. Στην κουζίνα της, σε ένα σπίτι στη Νέα Σκωτία, φίλοι και γείτονες συγκεντρώνονται για να μιλήσουν για τον Ρόμπερτ Φρανκ, τον σπουδαίο φωτογράφο και κινηματογραφιστή που υπήρξε σύντροφός της για πάνω από μισό αιώνα.

Αλλά αυτή δεν είναι μια απλή αναπόληση. Η εικαστικός δεν παρουσιάζεται ως μια γυναίκα που ζει στη σκιά ενός μεγάλου άνδρα. Είναι μια καλλιτέχνιδα που συνεχίζει να δημιουργεί, ακόμα και τώρα. Αν το ντοκιμαντέρ της Κάρμεν αφορά την αναζήτηση του παρελθόντος, αυτό αφορά το παρόν: τη συνειδητή επιλογή να διατηρηθεί η τέχνη και η αγάπη όχι ως μουσειακά εκθέματα, αλλά ως ενεργά στοιχεία της καθημερινής ζωής.
Υπάρχει κάτι σχεδόν τελετουργικό σε αυτή τη διαδικασία. Η Λιφ ανοίγει το σπίτι της, όπως ανοίγει και την ιστορία της. Δεν υπαγορεύει πώς πρέπει να θυμόμαστε, αλλά δημιουργεί τον χώρο για να το κάνουμε. Και λίγο πριν φύγει από τη ζωή, βλέπει μια πρώτη εκδοχή της ταινίας, λέγοντας στους δημιουργούς ότι αισθάνεται περήφανη γι’ αυτό που βλέπει.
Ίσως, μέσα σε αυτή τη σκηνή, να βρίσκεται το πιο συγκινητικό σχόλιο για την τέχνη και τη μνήμη: δεν είναι κάτι στατικό. Δεν τελειώνει ποτέ πραγματικά. Αρκεί να υπάρχει κάποιος που συνεχίζει να αφηγείται.
Τι σημαίνει να ανήκουμε;
Και οι δύο ταινίες, με εντελώς διαφορετικούς τρόπους, θέτουν το ίδιο ερώτημα: η ταυτότητά μας είναι κάτι που μας κληροδοτείται ή κάτι που διεκδικούμε; Είναι μια αλυσίδα προκαθορισμένων γεγονότων ή μια διαδικασία συνεχούς αναδιαμόρφωσης;
Η Κάρμεν Τσάπλιν αναζητά ένα κομμάτι του εαυτού της που δεν της παραδόθηκε ποτέ. Η Τζουν Λιφ δημιουργεί έναν χώρο όπου η μνήμη δεν εξαφανίζεται, αλλά εξελίσσεται. Και οι δύο, με τον τρόπο τους, επαναδιαπραγματεύονται την έννοια της κληρονομιάς -όχι ως κάτι που απλώς λαμβάνουμε, αλλά ως κάτι που ενεργά διαμορφώνουμε.
Μπορεί άραγε η τέχνη να γίνει ο τόπος όπου συναντιούνται το παρελθόν και το μέλλον μας; Και αν ναι, ποια ιστορία θα επιλέξουμε να πούμε για τον εαυτό μας;