Αγαπημένο μου, πιστό και πανέξυπνο κοινό
Άβε.
Πως μου είσαι, τι μου γίνεσαι; Εγώ εδώ κάπου ανάμεσα σε πάνες, μπαλέτα, ιώσεις, διάρροιες και άλλα τέτοια τρυφερά βρίσκω χρόνο στοχασμού. Είναι εκείνα τα μοναχικά 2 ολόκληρα λεπτά που έχω το πρωί, την ώρα που πλένω τα κατάλευκα ολόισα δόντια μου.
Στοχάστηκα που λές σιγοτραγουδώντας το γνωστό άσμα και ω! Τι έκπληξις , μου ήρθε η πετριά.
Και είμαι εδώ να σου λύσω κάθε μικρή και μεγάλη απορία…γιατί το “ήταν” είναι αόριστος και όχι μέλλοντας διαρκείας.
Η ιστορία έχει ως εξής…
Γνωρίζεστε , ερωτεύεστε πεταλούδες πετούν μέσα έξω ,τρώς κουτόχορτο φτύνεις αστερόσκονη και πηγαινοέρχεστε “κόσμος τους” – “Ο ΤΕΛΕΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ” έχοντας μισθώσει ένα ροζ παχύ και αφράτο σύννεφο.
Περνάει λίγος καιρός σίγουροι ότι έχετε βρεί ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ αποφασίζετε να ζήσετε μαζί.
Τις πρώτες νύχτες είναι καλά,καθώς αποκαμώμένοι απο τον έρωτα ούτε να φάτε θέλετε ούτε να βγείτε, ούτε να εργαστείτε.
Και έρχεται που λές κοινό μου η κακούργα η καθημερινότητα και στο πετάει το ροζ το συννεφάκι σε έναν μαντρότοιχο να! με το συμπάθειο.
Και ξυπνάς γενικά και ειδικά. Και ξαφνικά αντί για πεταλούδες ξερνάς φασολάδα που έφτιαξε η καλή σου , γιατί με τη μαγειρική τελικά δεν το χει και η άλλη αντί να μαζεύει το κορμί της από τα πατώματα του αδυσώπητου έρωτα,μαζεύει σώβρακα και κάλτσες εκ του ιδίου πάντα πατώματος.
Την βλέπεις άβαφη, με φόρμες γιατί λέει δεν μπορεί να σφουγγαρίζει με τη γόβα -δικαιολογίες- και εκείνη σε βλέπει και άρρωστο και αξύριστό και πολύ θορυβώδη τις νύχτες γιατί άνθρωπος είσαι και έχεις φυσικές ανάγκες.
Αποφασίζεις ότι την θέλεις νοικοκυρά στο σπίτι , να κάμετε οικογένεια να γίνετε πολλοί και κάθεται και μαθαίνει και φασολάδα να φτιάχνει και τα ρούχα στις πλύσεις να ξεχωρίζει.Και εσύ κάνεις 2 δουλειές να μη σας λείπει τίποτα…αλλά όλο και κάτι έχει αρχίσει να λείπει.
Μετά μωρέ τη βαριέσαι κάπως.Φτιάχνει τέλειο παστίτσιο οκ ρε παιδί μου αλλά “άμα η γυναίκα δεν είναι ανεξάρτητη δεν έχει γοητεία”. Και εκείνη εντάξει σε θέλει αλλά είναι που της πέφτει λίγο ξενερωτικό το άσπρο το εσώρουχο με στάμπα και όσο να πείς και αυτή η γουρουνίσια τρίχα παντού που κάποτε της άρεσε την έχει κουράσει καθώς η σκούπα είναι χειρός .
Ξαναβρίσκει δουλειά εκείνη, την ξανα ερωτεύεσαι εσύ.
Για λίγο μη φανταστείς. Γιατί για όσο λίγο είσαι ερωτευμένος πάλι μαζί της και την προσέχεις και όμορφα της μιλάς και εσένα φροντίζεις για να αρέσεις σε εκείνη για τόσο λίγο και εκείνη νομίζει ότι εδώ είμαστε,παρκάρουμε .
Μετά ξενερώνεις πάλι εσύ, γιατί δεν είναι πράγματα αυτά να λείπει 10 ώρες απο το σπίτι της “Τι θα πεί δουλεύει;”. Να κάτσει σπίτι της,στον άντρα της.
Σε έναν άντρα που δεν θέλει πια την ίδια αλλά δεν ξέρει και τι ακριβώς θέλει και σε μία κακή σχέση, με μόνο τέλειο τις πλύσεις στα λευκά.
Γιατί; Σε ποιόν χρωστάτε και οι δύο;
Ήταν κάποτε μια αγάπη,..μια φορά και έναν καιρό….παραμύθια.
Ναι, παραμύθια. Είναι όμορφα τα παραμύθια.Ξέρεις κατα βάθος ότι αυτό που διαβάζεις δεν συνέβη ποτέ στα αλήθεια..αλλά και σου αρέσει και σε διδάσκει όσο και αν θα ήθελες άλλο τέλος.
To ίδιο συμβαίνει και με τις αγάπες…Καμιά φορά το βλέπεις από την πρώτες στιγμές ότι αυτό δεν μπορεί να είναι αληθινό…και όμως επιλέγεις και να το ζήσεις και να το χαρείς και να πληγωθείς αλλά και να φύγεις όταν πρέπει.
Έχοντας μοιραστεί υπέροχες στιγμές, έχοντας διδαχθεί..
‘Ηθελες άλλο τέλος..αλλά και πάλι αν ήθελες να μην “ήταν” η αγάπη σου ίσως να μην διάλεγες εκείνη την αρχή 😉
Σε φιλώ.
Μαρία Π. Ψαθά