Άντρας κρατάει Ψάρι
της Αναστασίας Παρασκευοπούλου
Όταν μετακομίζεις στην Ουάσινγκτον, σου δημιουργείται σχεδόν αυτόματα η επιθυμία να ανακαλύψεις πώς έχει διαμορφωθεί η dating scene σε μία πόλη όπου ένα στα δύο κτήρια είναι κυβερνητικό όργανο και η αναλογία των Tesla ανάμεσα στα “φυσιολογικά” αυτοκίνητα μοιάζει 1 προς 5. Μπορεί να έχω εγκαταλείψει πλέον τη Rory Gilmore φαντασίωσή μου να γνωρίσω τυχαία έναν season one Dean Forester καθώς διαβάζω Fitzgerald ή Salinger, όμως θα ήταν ψέμα να ισχυριστώ ότι δεν με ιντρίγκαρε η πιθανότητα να διασταυρωθεί το βλέμμα μου με έναν Harvey Specter-τύπου government official σε taylor-made κοστούμι. Παρόλ’ αυτά, τέσσερις μήνες αργότερα, η πραγματικότητα με απογοήτευσε σχεδόν τόσο όσο η συνειδητοποίηση ότι, τις Παρασκευές, τα club της αστραφτερής Capital of the Nation κλείνουν στις 2 το πρωί.
Γνώρισα μια σειρά διαφορετικών ανθρωπότυπων. Η πρώτη φορά που μου μένει περιέλαβε ένα τυχαίο encounter στο ασανσέρ το οποίο ξεκίνησε έναν αυτόκλητο 10λεπτο μονόλογο αναλύοντας το γιατί οι άντρες πρέπει να μην ντρέπονται και να ξεκινούν να μιλούν σε κοπέλες -διότι, τι είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί; Φίλε μου, εάν τύχει να πέσεις πάνω σε αυτό το κείμενο και για κάποιο ανεξήγητο λόγο αποφασίσεις να το περάσεις από google translate, θα ήθελα να ξέρεις ότι εν μέρει συμφωνώ. Παρόλ’ αυτά σου συστήνω να δοκιμάσεις για αρχή μια απλή συζήτηση στην οποία να έχω κι εγώ το δικαίωμα να συμμετάσχω -επί παραδείγματι, θα μπορούσες να ρωτήσεις το όνομά μου, αντί να περάσεις την επόμενη ώρα αποκαλώντας με “Σαμπρίνα” (ακόμη δεν έχω ανακαλύψει γιατί).
Επίσης, μία ακόμη συμβουλή: εάν βλέπεις ότι η κοπέλα δεν ενδιαφέρεται -και πίστεψέ με έχουμε μία τάση να το δείχνουμε- θα ήταν καλό να μην την παίρνεις στο κατόπι εξηγώντας της πώς έχεις δημιουργήσει το δικό σου σύστημα κατηγοριοποίησης ταινιών. Λίγο καιρό μετά, γνώρισα το φαινομενικά perfect boy: ψηλός, ξανθός, από την Κούβα (!), ήξερε να μαγειρεύει και είχε και σκάφος. Στην πορεία όμως, εμφάνισε ένα μικρό πρόβλημα, καθώς ανέπτυξε μια σπάνια αλλεργία στο latex και ισχυρίστηκε πως καμία από τις safe εναλλακτικές δεν τον “χωρούσε” – δεδομένου ότι το μέσο προφυλακτικό πολυουρεθάνης έχει χωρητικότητα 18 λίτρων, υποθέτω πως απλώς είχα την τύχη να πέσω πάνω στον 21st-century Ρασπούτιν – τι, όχι; Έπειτα από πολλαπλά παρόμοια περιστατικά που με έφεραν αντιμέτωπη με μια ανωριμότητα τόσο συχνά εμφανιζόμενη όσο τα crocs (τουτέστι, πολύ περισσότερο από αυτό που θα έπρεπε να θεωρείται κοινωνικά αποδεκτό), αποφάσισα, κυρίως λόγω της έμφυτης περιέργειάς μου, να δώσω μια ευκαιρία σε κάποιο online dating app – γιατί όταν πατάς download να μην υπάρχει ένα trigger warning;
Μέχρι πρότινος, ήμουν πεπεισμένη ότι επρόκειτο για αστικό μύθο ή για κάποια καθαρά χιουμοριστική μεγαλοποίηση της πραγματικότητας. Αυτό, φυσικά, προτού γίνω η ίδια αυτόπτης μάρτυρας του υπέρτατου Αμερικανικού φαινομένου “άντρας κρατάει ψάρι”. Σε ταχύτητα μηδέν, η σελίδα μου μετατράπηκε σε catwalk που θαρρείς ξεκίνησε από fishing spot στο Albuquerque και παρέλασε περήφανα μέχρι την πρωτεύουσα. Περισσότερο με εξίταρε η ποικιλομορφία του trend: μέσα σε λίγα λεπτά, είδα ψάρια να κρατούνται από το στόμα, την ουρά, ή bridal style, ενώ ένας προτίμησε να ακολουθήσει μια πιο μαξιμαλιστική γραμμή (go big or go home), ποζάροντας μπροστά σε ένα ολόκληρο χαρέμι ψαριών που είχε απλώσει στη σειρά πάνω σε ένα πεζούλι. Κάποιοι μάλιστα, αποφάσισαν να δώσουν το δικό τους personal touch: στην εποχή του diversity και inclusivity, επέκτειναν το celebration της διαφορετικότητας και στον θαλάσσιο κόσμο, παρεκκλίνοντας από την κοινοτοπία και προτιμώντας να φωτογραφηθούν πλάι σε καβούρι, αστακό, ή χταπόδι. Εν τέλει, το ταξίδι μου στη digital ψαραγορά με έκανε να αναρωτηθώ ποιος ακριβώς είναι ο στόχος μίας τέτοιας φωτογραφίας. Και ναι, η απορία μου με ώθησε έως και σε μια online έρευνα, όπου, ομόφωνα, sites και blogs συμφώνησαν πως οι άντρες δημοσιεύουν φωτογραφίες με ψάρια ώστε να χτυπήσουν κάποιο “αρχέγονο ένστικτο”, σε μια απόπειρα να μας πείσουν να κάνουμε “swipe right”. Μπορεί η μόδα να κάνει κύκλους, όμως αυτό το είδος macho δεν έχει – ευτυχώς – κατορθώσει να κάνει comeback από την εποχή των σπηλαίων. Μου φαίνεται, επομένως, αδύνατο να φανταστώ κάποιον να βρίσκει attractive μια τέτοιου είδους εικόνα· παρατηρώντας την, το μόνο που σκέφτομαι για κάθε featured “κύριο” είναι ότι κατά πάσα πιθανότητα έχει μεγάλη ανάγκη για ένα ζεστό μπάνιο κι ένα πολύ δυνατό αποσμητικό. Πάντως, εάν κάτι αξίζει να σημειωθεί είναι πως κανείς δεν με έχει κοιτάξει ποτέ με τέτοια απόλυτη λατρεία που να μπορεί να συγκριθεί με αυτή εκείνων των ανδρών καθώς κοιτούν το θαλασσινό τους.
Όταν ο πήχης πέφτει τόσο χαμηλά, το μικρό ποσοστό αυτών που δείχνουν οριακά αξιοπρεπείς μετατρέπεται απευθείας σε μια απολυταρχική μειοψηφία που κερδίζει free pass και παρακάμπτει ακόμη και τα πιο στοιχειώδη προσχήματα. Η νοοτροπία “first come, first served” – και ναι, αυτή τη φράση χρησιμοποιούν συχνά στα bio τους – καλά κρατεί. Το 1% γίνεται επικίνδυνα – και ενοχλητικά – ηπαρμένο, αντιμετωπίζοντας τις διαθέσιμες επιλογές σαν εμπόρευμα. Λίγο κομπλιμέντο παρέα με διακριτικό υποβιβασμό, και τελικά κοπέλες με δύο πτυχία, συγκλονιστική ομορφιά και πεντάστερο χαρακτήρα κλαίνε για κάποιον που δεν διαθέτει τίποτα περισσότερο από ένα πιστοποιητικό γέννησης. Δεν επιχειρώ να συντάξω λίβελο εναντίον των online dating apps: οποιοσδήποτε είναι ελεύθερος να αναζητήσει συσχέτιση, ευκαιριακή ή σοβαρή, μονονύχτια ή μόνιμη, με όποιον τρόπο του ταιριάζει – άλλωστε το slut-shaming είναι πολύ last season. Παρόλ’ αυτά, μου είναι αδύνατο να παραγνωρίσω τη δυσάρεστη πραγματικότητα ότι η digital εποχή έχει χαρίσει ένα ακόμη μέσο στον average τοξικό άντρα για να ξεδιψάσει την ασυδοσία του και να ταΐσει το ήδη γιγαντιαίο του “εγώ”. Όσο για μένα, έπειτα από δύο ώρες εξάσκησης του αντίχειρά μου στην τέχνη του “swipe left” – που με άφησαν παρεμπιπτόντως ανεπανόρθωτα, ψυχικά τε και σωματικά, τραυματισμένη – αποφάσισα, με συνοπτικές διαδικασίες, να διαγράψω το λογαριασμό μου. Ίσως ο πληθυσμός των 700.000 κατοίκων της D.C. να μην είναι αρκετός και θα ήταν μάλλον προτιμότερο να αναζητήσω την τύχη μου στη Νέα Υόρκη. Ή μήπως, σε μία πόλη οχτώμισι εκατομμυρίων θα βρω μονάχα 12 φορές περισσότερους ψαράδες;