Η ψυχοθεραπεύτρια Μαρίνα Μόσχα γράφει για το πως η κουλτούρα επηρεάζει τη σεξουαλική δυσλειτουργία…
Γνωρίζουμε πως οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες απασχολούν τους ανθρώπους παγκοσμίως. Γεγονός που φυσικά δεν μας εκπλήσσει δεδομένου ότι οι βασικοί μηχανισμοί του σεξ δεν αλλάζουν από τον έναν πολιτισμό στον άλλο.
Παρόλα αυτά, οι επιδημιολογικές έρευνες μέχρι σήμερα δεν έχουν καταλήξει στο εάν οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες όπως ορίζονται από τα δυτικά διαγνωστικά πρότυπα επηρεάζουν στον ίδιο βαθμό τις διαφορετικές κουλτούρες.
Η επίδραση της κουλτούρας
Η κουλτούρα του κάθε λαού, της κάθε χώρας, του κάθε πολιτισμού, επηρεάζει τη σεξουαλική δυσλειτουργία με τρεις σημαντικούς τρόπους:
1. Τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται η αγωνία γύρω από μία σεξουαλική δυσλειτουργία: Πώς η κάθε κουλτούρα βιώνει το σεξουαλικό πρόβλημα; Το αναγνωρίζει; Τι κάνει για αυτό; Αναζητά λύση; Τι είδους λύση;
2. Τον τρόπο με τον οποίο τα συμπτώματα εκφράζονται και οργανώνονται σε σύνδρομα.
3. Την διαγνωστική διαδικασία με την οποία τα σύνδρομα αναγνωρίζονται ως προβληματικά.
Στη δύση, για παράδειγμα, η χαμηλή σεξουαλική επιθυμία στις γυναίκες συχνά συνοδεύεται από υψηλό ποσοστό άρνησης στο σεξ, χαμηλό ποσοστό έναρξης της σεξουαλικής πράξης και συνολική μείωση της σεξουαλικής συχνότητας. Πιο απλά, η γυναίκα στη δύση, έχει το δικαίωμα να εκφράσει την απροθυμία της να εμπλακεί στη σεξουαλική πράξη, αν και τελικά όταν γίνεται η σεξουαλική επαφή, παραδόξως μπορεί να είναι αποδεκτή. Στη δική μας κουλτούρα το σεξ συχνά εξισώνεται με την έκφραση οικειότητας, εγγύτητας αλλά και την αγάπη στις σχέσεις. Όταν λοιπόν η γυναίκα έχει χαμηλή ερωτική επιθυμία, το ζευγάρι βιώνει μία σεξουαλική δυσλειτουργία που είναι συνήθως οδυνηρή και για τους δύο συντρόφους. Αρκετά συχνά, το ζευγάρι αναζητά θεραπεία για το συγκεκριμένο σεξουαλικό πρόβλημα που νιώθουν και οι δύο πως μπαίνει εμπόδιο στην εξέλιξη της σχέσης τους. Οι δυτικοί εκπαιδευμένοι κλινικοί γιατροί και σεξοθεραπευτές εύκολα θα αναγνωρίσουν αυτό το σύμπλεγμα συμπτωμάτων ως χαμηλή σεξουαλική επιθυμία και ανάλογα θα καθοδηγήσουν το ζευγάρι προς την λύση του προβλήματος, κάτι που εύλογα θεωρείται στο δυτικό πολιτισμό ως «μονόδρομος» εάν το ζευγάρι θέλει να έχει μία «φυσιολογική» σεξουαλική ζωή.
Μπορεί στον δικό μας πολιτισμό να θεωρείται αυτονόητη η παραπάνω αντιμετώπιση, δεν ισχύει όμως παντού. Για παράδειγμα, σε άλλους πολιτισμούς όπως στη Νότια Κορέα, η συναίνεση και η επιθυμία της συζύγου δεν κρίνονται απαραίτητες για την σεξουαλική πράξη, καθώς η σεξουαλική συχνότητα υπαγορεύεται από την επιθυμία του συζύγου. Οι γυναίκες στη Νότια Κορέα με χαμηλή ερωτική επιθυμία μπορεί να κάνουν συχνό αλλά ανεπιθύμητο σεξ. Εύκολα μπορούμε -σύμφωνα με τη δική μας κουλτούρα- να αντιληφθούμε πως στην πορεία του χρόνου μπορεί η Νοτιοκορεάτισσα να αισθανθεί σεξουαλική αποστροφή, αηδία αλλά και θυμό για το σύζυγό της και γενικότερα περιφρόνηση για το ανδρικό φύλο. Μπορεί να παρουσιάζει συμπτώματα δηλαδή που «τυπικά» θα ήταν «άγνωστα» σε έναν εκπαιδευμένο στη δύση κλινικό σεξουαλικό θεραπευτή εφόσον η γυναίκα δεν είναι υποχρεωμένη να κάνει σεξ παρά τη θέλησή της με τον σύζυγο. Ακόμα όμως και αν συνέβαινε, θα μπορούσε ο ειδικός εύκολα να αντιληφθεί τι ακριβώς συμβαίνει. Αντίθετα, σε έναν γιατρό της Νότιας Κορέας που δεν έχει εκπαιδευτεί στη δύση, δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως «πρόβλημα» η χαμηλή ερωτική επιθυμία της γυναίκας αυτής με αποτέλεσμα το σεξουαλικό ζήτημα να παρέμενε κατά πάσα πιθανότητα κρυμμένο πίσω από την απροκάλυπτη εχθρότητα…
Να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι η πολιτισμικά ευαίσθητη αξιολόγηση του ατόμου ενισχύεται από την επίγνωση των πόρων που διαθέτει το άτομο ή το ζευγάρι, καθώς και των πολιτισμικών εμποδίων στη θεραπεία.